Πιο παλιά, ερευνητές και εκπαιδευτικοί, θεωρούσαν πως η ταυτόχρονη εκμάθηση δύο γλωσσών μπορεί να επηρεάσει αρνητικά την ανάπτυξη ενός παιδιού, να του δημιουργήσει καθυστερήσεις και προβλήματα. Ωστόσο, τελευταίες έρευνες βασισμένες στις αρχές των επιστημών της εκπαίδευσης, της ψυχολογίας, της λογοθεραπείας και της νευρολογίας, καταδεικνύουν μάλλον το αντίθετο. Υποστηρίζουν πως η διγλωσσία όχι μόνο δεν εμποδίζει την ανάπτυξη του παιδιού, αλλά μπορεί ακόμα και να συμβάλλει θετικά στη γνωστική και νευρολογική εξέλιξή του.
Σύμφωνα με τα νέα δεδομένα, η ταυτόχρονη εκμάθηση δύο γλωσσών από πολύ μικρή ηλικία, ακόμα και από τη γέννηση ενός παιδιού, δεν είναι η ίδια δύσκολη διαδικασία, όπως η μάθηση μιας γλώσσας μετά την ηλικία των 10 ή 12 ετών. Σύμφωνα με τις έρευνες αυτό συμβαίνει γιατί μέχρι εκείνη την ηλικία, ο ανθρώπινος εγκέφαλος χειρίζεται διαφορετικά τη γλώσσα απ’ ότι μετά από αυτή. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι οι νευρωνικές συνάψεις (η δημιουργία των οποίων είναι υπεύθυνη για τη μεταφορά πληροφοριών στον εγκέφαλο), δημιουργούνται με πολύ γρήγορους ρυθμούς σε μικρή ηλικία, σε αντίθεση με την ηλικία των 10-12 κατά την οποία αυτή η διαδικασία επιβραδύνεται σημαντικά.
Όταν ένα παιδί μαθαίνει ταυτόχρονα δύο γλώσσες, είναι πολύ πιθανό να έχει μικρότερο λεξιλόγιο στην κάθε μία από αυτές σε σύγκριση με αυτό των άλλων παιδιών της ίδιας ηλικίας που μαθαίνουν μόνο μία. Ωστόσο, αν υπολογίζουμε συνολικά τις λέξεις που γνωρίζει και στις δύο γλώσσες, θα δούμε πως είναι μάλλον περισσότερες από αυτές που γνωρίζουν τα παιδιά αντίστοιχης ηλικίας.
Πολλές φορές, παιδάκια που μαθαίνουν να μιλούν ταυτόχρονα δύο γλώσσες (π.χ. ελληνικά-αγγλικά) μπορεί να «πετάξουν» μια αγγλική λέξη σε μια ελληνική πρόταση. Σε αυτήν την περίπτωση δε θα πρέπει να ανησυχούμε πως έχουν αρχίσει να μπερδεύονται. Αυτό που συμβαίνει είναι κάτι απολύτως φυσιολογικό. Η παρατήρηση έχει δείξει πως πολλές οικογένειες που μιλούν δύο γλώσσες μπορεί να κάνουν συχνά ακριβώς το ίδιο. Συχνά οι γονείς «πετούν» μια λέξη από τη μια γλώσσα μέσα σε μια πρόταση, η οποία είναι αποκλειστικά στην άλλη. Όσο τα δίγλωσσα παιδιά θα μεγαλώνουν, θα αναπτύσσουν και την ικανότητα να διαχωρίζουν τις καταστάσεις και να γνωρίζουν πότε και πού να μιλούν τη μια ή την άλλη γλώσσα. Για παράδειγμα, θα ξεχωρίσουν το σχολείο ως χώρο στον οποίο μιλούν ελληνικά, ενώ την επίσκεψη στον παππού και τη γιαγιά ως ευκαιρία για την άλλη γλώσσα (αγγλικά, γαλλικά, αλβανικά, κλπ).
Όταν αξιολογούμε διαταραχές και καθυστερήσεις στο λόγο και την ομιλία, θεραπευτές και εκπαιδευτικοί θα πρέπει να αξιολογούμε το παιδί και στις δύο γλώσσες. Θα πρέπει να γνωρίζουμε τις γνώσεις και τις επιδόσεις του παιδιού και στις δύο γλώσσες τις οποίες μαθαίνει, προκειμένου να έχουμε μια σαφή εικόνα για τυχόν δυσκολίες.
Οι γονείς κυρίως, αλλά και οι δάσκαλοι μπορούν να βοηθήσουν και να υποστηρίξουν ένα παιδί που μαθαίνει ταυτόχρονα δυο γλώσσες. Αυτό μπορεί να γίνει χρησιμοποιώντας χειρονομίες και εκφράσεις μαζί με το γλωσσικό μήνυμα, επαναλαμβάνοντας συχνά καινούργιες λέξεις και φράσεις, τοποθετώντας πάντα μια λέξη και σε πρόταση μετά την επανάληψη, αποφεύγοντας παιχνίδια χωρίς αλληλεπίδραση και διάλογο.
Φανή Βαγγελάτου, Λογοθεραπεύτρια – Ειδική Παιδαγωγός, Μ.Α.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου